Η εκπαιδευτική μετατόπιση από τα προσόντα στις δεξιότητες

Σε μια εποχή διεισδυτικής ψηφιακής τεχνολογίας και παγκοσμιοποίησης, η έγκαιρη προαγωγή και εκπαίδευση βιοσωματικών, (μετα)γνωστικών, ηθικών, συναισθηματικών και κοινωνικών δεξιοτήτων σε παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας μπορεί να διαδραματίσει στρατηγικό ρόλο στην προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική τους ζωή. Ο προσδιορισμός της έννοιας και του περιεχομένου της δεξιότητας έχει γίνει συχνά αντικείμενο συζητήσεων και αντιπαραθέσεων. Γενικά, θα λέγαμε ότι η δεξιότητα συμπεριλαμβάνει γνωστικά, ηθικά, παρωθητικά, συναισθηματικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά που επιδεικνύει το άτομο κατόπιν εκπαίδευσης, άσκησης και συστηματικής προσπάθειας.

Σύμφωνα με το ευρωπαϊκό (2006/962/ΕΚ) και διεθνές (PISA, PIRLS, TIMSS) εκπαιδευτικό πλαίσιο, στο τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης οι μαθητές καλούνται να έχουν αποκτήσει στέρεες βασικές δεξιότητες α) προφορικής και γραπτής επικοινωνίας στη μητρική και ξένη γλώσσα, β) εφαρμογής της μαθηματικής σκέψης στην επίλυση προβλημάτων καθημερινής ζωής, γ) παρατήρησης και εξήγησης του φυσικού κόσμου ΚΑΙ οριζόντιες δεξιότητες α) ψηφιακής αναζήτησης/επεξεργασίας/κοινοποίησης πληροφοριών της τεχνολογίας, β) οργάνωσης και παρακολούθησης της ατομικής και συλλογικής μάθησης (μεταγνώση), γ) διαπροσωπικής και διαπολιτισμικής συμμετοχής στην κοινωνική ζωή και την επίλυση συγκρούσεων, δ) ανάληψης πρωτοβουλίας και μετατροπής ιδεών σε επιχειρηματικές δράσεις μέσα από δημιουργικότητα, καινοτομία και διαχείριση κινδύνου και ε) έκφρασης ιδεών, εμπειριών και συναισθημάτων μέσα από τις τέχνες.

Σύμφωνα με τα τελευταία ευρήματα ενός διακρατικού σχεδίου εργασίας με τίτλο «Assessment and Teaching of 21st Century Skills (ATC21S)», που εκπονήθηκε την περίοδο 2009-2012 από 250 ερευνητές 60 ιδρυμάτων 6 χωρών (Αυστραλία, Φιλανδία, Σιγκαπούρη, ΗΠΑ, Κόστα Ρίκα & Ολλανδία), ο μαθητής/εργαζόμενος για τον 21ο αι. χρειάζεται να κατέχει δεξιότητες αναφορικά με α) τον τρόπο που σκέφτεται (δημιουργικά, κριτικά, να λύνει προβλήματα, να παίρνει αποφάσεις, να έχει κίνητρα και επίγνωση των γνωστικών του διεργασιών), β) τον τρόπο που αναμένεται να εργάζεται (ανθρώπινη επικοινωνία, συνεργασία), γ) τα εργαλεία που χρειάζεται για οποιαδήποτε εργασία (χρήση ψηφιακής τεχνολογίας) και δ) τον τρόπο ομαλής διαβίωσής του (πολίτης του κόσμου, αίσθημα προσωπικής και κοινωνικής ευθύνης, προσωπικής και επαγγελματικής ανάπτυξης).

H εκπαίδευση αυτή, βασιζόμενη στην προαγωγή δεξιοτήτων, είναι μια νέα προσέγγιση που στοχεύει η κοινωνία της Γνώσης. Οι δεξιότητες αυτές έχουν ζωτική σημασία για την τόνωση της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας και θα καθορίσουν την ικανότητα της Ευρώπης να γίνει πιο παραγωγική. Αν και πολλές από τις προαναφερόμενες δεξιότητες έχουν ενσωματωθεί από λίγο έως πολύ στα αναλυτικά προγράμματα σπουδών των ευρωπαϊκών συστημάτων εκπαίδευσης, δεν είναι σίγουρο τελικά σε ποιο βαθμό ενσωματώνονται σε άλλα μαθήματα, αν τίθενται σε προτεραιότητα, αν αναδεικνύονται και καλλιεργούνται ήδη από την προσχολική ηλικία. Γεγονός πάντως είναι ότι η ελληνική εκπαίδευση, παρά τις επιμέρους προσπάθειες για βελτίωση, δυσκολεύεται να ασχοληθεί ουσιαστικά και πρακτικά με την καλλιέργεια τέτοιων δεξιοτήτων, και να προετοιμάσει έτσι επαρκώς τους μαθητές για τις συνεχώς μεταβαλλόμενες κοινωνικοοικονομικές απαιτήσεις.

του Μ. Χρυσού                                                                                                                                                                                                            ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "ΘΑΡΡΟΣ", 18 Ιουλίου 2015